συνεπεύχομαι

συνεπεύχομαι
ΜΑ
1. προσεύχομαι από κοινού με κάποιον
2. προσεύχομαι επί πλέον («καθάπερ oἱ θεῷ θύοντες ἅμα συμβώμοις και συννάοις κοινῶς συνεπεύχονται», Πλούτ.)
αρχ.
1. ισχυρίζομαι καυ χωμένος επί πλέον («πολλάκις αὐταῑν ἐκ τῶν ὡρῶν ἐς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος τοιαῡτα μέλειν θάμ' ἑαυτῷ», Αριστοφ.)
2. δίνω υπόσχεση επί πλέον προσευχόμενος («συνεπεύξασθαι δὲ καὶ τοῑς ἄλλοις θεοῑς θύσειν κατὰ δύναμιν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπεύχομαι «ικετεύω, παρακαλώ, περηφανεύομαι, καυχιέμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυνεπευχόμενος — συνεπεύχομαι join in prayer pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνεπηύχοντο — συνεπεύχομαι join in prayer imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπεύξασθαι — συνεπεύχομαι join in prayer aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπεύχεται — συνεπεύχομαι join in prayer pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπεύχονται — συνεπεύχομαι join in prayer pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”